- συννάοις
- σύνναοςhaving the same templemasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπεύχομαι — ΜΑ 1. προσεύχομαι από κοινού με κάποιον 2. προσεύχομαι επί πλέον («καθάπερ oἱ θεῷ θύοντες ἅμα συμβώμοις και συννάοις κοινῶς συνεπεύχονται», Πλούτ.) αρχ. 1. ισχυρίζομαι καυ χωμένος επί πλέον («πολλάκις αὐταῑν ἐκ τῶν ὡρῶν ἐς τὰς ὥρας ξυνεπευχόμενος … Dictionary of Greek
σύνναος — ον, Α αυτός που τιμάται στον ίδιο ναό με κάποιον άλλο («θεοῑς συννάοις καὶ συμβώμοις», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ναός (πρβλ. ομό ναος)] … Dictionary of Greek